κακορρήμων

κακορρήμων
κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός τού εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρο-ρρήμων, ευθυ-ρρήμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακορρήμων — telling of ill masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακορρῆμον — κακορρήμων telling of ill masc/fem voc sg κακορρήμων telling of ill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακορρημόνως — κακορρήμων telling of ill adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακορρήμονας — κακορρήμων telling of ill masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυρρήμων — βραχυρρήμων, ον (Α) βραχυλογικός, σύντομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + ρήμων < ρήμα «λόγος» (πρβλ. μεγαλορρήμων, κακορρήμων)] …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακορρημονώ — κακορρημονῶ, έω (AM) [κακορρήμων] κακολογώ* …   Dictionary of Greek

  • κακορρημοσύνη — κακορρημοσύνη, ἡ (Α) [κακορρήμων] κακολογία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”